αερικός

αερικός
και αγερικός και αρικός, -ή, -ό (ΑΜ ἀερικός, -η, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας
2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί
3. ευάερος, δροσερός
4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος
5. (για πρόσωπα) αυτός που έχει χάρη στις κινήσεις ή τους τρόπους του, ο αεράτος
6. δαιμονικός
7. το ουδ. ως ουσ. το αερικό
α) το κλίμα, η υγιεινή κατάσταση ενός τόπου
β) δυνατός άνεμος, ανεμοδούρα
γ) σίφουνας, ανεμοστρόβιλος
δ) κεραυνός
ε) κακοποιό πνεύμα, δαιμόνιο, που προσβάλλει τους ανθρώπους και προξενεί νευρικές ή ψυχικές παθήσεις (αλλ. στοιχειό, ξωτικό, νεράιδα)
στ) κάθε σωματική, νευρική ή ψυχική ασθένεια, που πιστεύεται ότι προξενείται από τα αερικά, τα δαιμόνια (π.χ. επιληψία, φρενοβλάβεια, παράλυση, ερυσίπελας κ.λπ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀερικόν
φόρος τών Βυζαντινών, που επιβλήθηκε από τον Ιουστινιανό και τους διαδόχους του
αρχ.
ο όμοιος με αέρα, κυρίως με τη μτφ. σημ. «παροδικός, εφήμερος, επιπόλαιος, ανάξιος λόγου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αερικάτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αερικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα, ευάερος: Το σπίτι τους είναι πολύ αερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αερικάτος — και αγερικάτος, η, ο [αερικός] 1. ευάερος, δροσερός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει άνεση και χάρη στις κινήσεις του …   Dictionary of Greek

  • αερικό — και αγερικό και αρικό, το βλ. αερικός …   Dictionary of Greek

  • αερινάδα — η [αερικός] δροσιά, αύρα …   Dictionary of Greek

  • υδραερικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που οφείλεται στη συνύπαρξη νερού και αέρα σε μια κοιλότητα τού σώματος («υδραερικός επικρουστικός ήχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroaerique (< υδρ[ο] * + αερικός < αέρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”